πηδητής

From LSJ
Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδητής Medium diacritics: πηδητής Low diacritics: πηδητής Capitals: ΠΗΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pēdētḗs Transliteration B: pēdētēs Transliteration C: piditis Beta Code: phdhth/s

English (LSJ)

πηδητοῦ, ὁ, leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).