πλαγιοτομία

From LSJ
Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιοτομία Medium diacritics: πλαγιοτομία Low diacritics: πλαγιοτομία Capitals: ΠΛΑΓΙΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: plagiotomía Transliteration B: plagiotomia Transliteration C: plagiotomia Beta Code: plagiotomi/a

English (LSJ)

ἡ, oblique incision, Leonid. ap. Aët.15.5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ.
αρχ.
λοξή εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινοτομία.