πισσάσφαλτος
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
Att. πιττάσφαλτος, ἡ, compound of asphalt and pitch, Dsc.1.73, Plin.HN24.41, etc.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, Erdpech mit Theer gemischt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πισσάσφαλτος: ἡ, κρᾶμα πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α
νεοελλ.
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα
αρχ.
κράμα πίσσας και ασφάλτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος].