πιστωτής

From LSJ
Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστωτής Medium diacritics: πιστωτής Low diacritics: πιστωτής Capitals: ΠΙΣΤΩΤΗΣ
Transliteration A: pistōtḗs Transliteration B: pistōtēs Transliteration C: pistotis Beta Code: pistwth/s

English (LSJ)

πιστωτοῦ, ὁ, confirmer, Hsch.s.v. ἐμπαστῆρας.

Greek (Liddell-Scott)

πιστωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ πιστώ
νεοελλ.
άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής
αρχ.
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής.