ποινουργός
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
ὁ, executioner, Lyd.Mag.3.60.
German (Pape)
[Seite 652] ὁ, Vollzieher der Strafe, Io. Lyd. de magistr. 3, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ποινουργός: ὁ, (*ἔργω) δήμιος, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτικ. 3. 60.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
εκτελεστής της ποινής, δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + -ουργός (< ἔργον].