πολυστομέω
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
speak much, A.Supp. 502.
German (Pape)
[Seite 674] viel reden, Aesch. Suppl. 497.
Greek (Liddell-Scott)
πολυστομέω: ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.
Russian (Dvoretsky)
πολυστομέω: много говорить Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυστομέω [πολύς, στόμα] veel praten.