πολυκλήεις
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
εσσα, εν, celebrated, APl.4.331 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 664] = πολυκλήϊστος, τύπος, Agath. 36 (Plan. 331).
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλέος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκλήεις: εσσα, εν, = πολυκλήϊστος, Ἀνθ. Πλαν. 331.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πολυκλεής.
Greek Monotonic
πολυκλήεις: -εσσα, -εν (κλέος), περίφημος, διάσημος, επιφανής, σε Ανθ.
Middle Liddell
πολυ-κλήεις, εσσα, εν κλέος
far-famed, Anth.