σεμνότιμος

From LSJ
Revision as of 08:53, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνότῑμος Medium diacritics: σεμνότιμος Low diacritics: σεμνότιμος Capitals: ΣΕΜΝΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: semnótimos Transliteration B: semnotimos Transliteration C: semnotimos Beta Code: semno/timos

English (LSJ)

ον, reverenced with awe, A.Ch.356 (lyr.), Eu. 833.

German (Pape)

[Seite 872] ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénérable.
Étymologie: σεμνός, τιμή.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνότῑμος: -ον, σεβάσμιος, διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τιμάται με σεβασμό («ἐμπρέπων σεμνότιμος ἀνάκτωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό-τιμος].

Greek Monotonic

σεμνότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σεμνότῑμος: глубоко почитаемый (ἀνάκτωρ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.

Middle Liddell

σεμνό-τῑμος, ον, τιμή
reverenced with awe, Aesch.