σκληροποιός

From LSJ
Revision as of 08:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροποιός Medium diacritics: σκληροποιός Low diacritics: σκληροποιός Capitals: ΣΚΛΗΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sklēropoiós Transliteration B: sklēropoios Transliteration C: skliropoios Beta Code: sklhropoio/s

English (LSJ)

όν, making hard, hardening, Plu.2.953c.

German (Pape)

[Seite 901] hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend dur, qui durcit.
Étymologie: σκληρός, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τι σκληρόν, ὁ σκληρύνων, Πλούτ. 2. 953C.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

σκληροποιός: делающий твердым (τὸ ψυχρόν Plut.).