μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: σκόρπισις | Medium diacritics: σκόρπισις | Low diacritics: σκόρπισις | Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΙΣ |
Transliteration A: skórpisis | Transliteration B: skorpisis | Transliteration C: skorpisis | Beta Code: sko/rpisis |
-εως, ἡ, reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.