σταλαγμιαῖος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
α, ον, as measured by the water-clock, ὥρα Paul.Al.K.4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2.
German (Pape)
[Seite 928] tropfenweis, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλαγμιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγονιαῖος)].