στυππειοποιός

From LSJ
Revision as of 19:25, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειοποιός Medium diacritics: στυππειοποιός Low diacritics: στυππειοποιός Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: styppeiopoiós Transliteration B: styppeiopoios Transliteration C: styppeiopoios Beta Code: stulpoio/s

English (LSJ)

ὁ, towmaker, EM339.56 (στυππιο-).

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στυππιοποιός, ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει σχοινιά από λινάρι ή καννάβι, (στυπ)πειοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -ποιός].