συναπόδημοι
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
οἱ, those who go abroad together, Arist.Pol.1263a17, OGI196.5 (Philae): sg. of one who accompanies an Emperor, Lat. comes, σ. τοῦ.. αὐτοκράτορος Ephes.3 No.29.
Greek (Liddell-Scott)
συναπόδημοι: οἱ, οἱ συναποδημοῦντες, οἱ ἐν τῇ ξένῃ ὁμοῦ διαμένοντες, αἱ τῶν συναποδημούντων κοινωνίαι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 4931.
Greek Monotonic
συναπόδημοι: οἱ, αυτοί που ζουν μακριά από τον τόπο τους, μετανάστες, σε Αριστ.