συνεκφωτίζω
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
join in illuminating, Plu.2.806a.
French (Bailly abrégé)
éclairer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.
Greek Monolingual
Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεκφωτίζω: вместе или друг друга освещать, взаимно озаряться Plut.