συνύφασμα
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, contextus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1038] τό, das Zusammengewebte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνύφασμα: τό, τὸ συνυφασμένον, ὕφασμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α συνυφαίνω
ύφασμα.