σωληνωτός

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνωτός Medium diacritics: σωληνωτός Low diacritics: σωληνωτός Capitals: ΣΩΛΗΝΩΤΟΣ
Transliteration A: sōlēnōtós Transliteration B: sōlēnōtos Transliteration C: solinotos Beta Code: swlhnwto/s

English (LSJ)

ή, όν, like a σωλήν, ὑφάσματα Lyd.Mag.2.4 (= Lat. tubulamenta).

German (Pape)

[Seite 1059] nach Art eines σωλήν, wie eine Rinne, Röhre gemacht (?).

Greek (Liddell-Scott)

σωληνωτός: -ή, -όν, ὡς σωλήν, κοῖλος, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωληνωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα, που μοιάζει με σωλήνα
νεοελλ.
(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].