φεγγοβολέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
= ἀκτινοβολέω, ἀκτῖσι Σελήνην Man.4.367, cf. 264, 571: shine, ib.527.
German (Pape)
[Seite 1259] Licht werfen, leuchten, Maneth. 4, 264.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγοβολέω: ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπω φῶς, λάμπω, Μανέθων 4. 264, 367, κλπ.