φοινίκουρος
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, perhaps red-start (i. e. red-tail), Luscinia phoenicurus, Arist.HA632b28, Gp.15.1.22.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, der Rothschwanz, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 49.
Russian (Dvoretsky)
φοινίκουρος: ὁ предполож., птица горихвостка (Ruticilla phoenicurus) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκουρος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον κοκκίνην οὐράν, ἐρίθακος, «κοκκινόκωλος», Motacella phoenicurus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4, Γεωπον. 15. 1, 22, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς σήμερα γνωστά είδη καρβουνιάρης ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και κοκκινούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phoenicurus < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκί-ουρος].