Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίκουρος

From LSJ
Revision as of 16:46, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκουρος Medium diacritics: φοινίκουρος Low diacritics: φοινίκουρος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: phoiníkouros Transliteration B: phoinikouros Transliteration C: foinikouros Beta Code: foini/kouros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, perhaps red-start (i. e. red-tail), Luscinia phoenicurus, Arist.HA632b28, Gp.15.1.22.

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, der Rothschwanz, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 49.

Russian (Dvoretsky)

φοινίκουρος: ὁ предполож., птица горихвостка (Ruticilla phoenicurus) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκουρος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον κοκκίνην οὐράν, ἐρίθακος, «κοκκινόκωλος», Motacella phoenicurus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4, Γεωπον. 15. 1, 22, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς σήμερα γνωστά είδη καρβουνιάρης ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και κοκκινούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phoenicurus < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκί-ουρος].