χαλικώδης

From LSJ
Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐκώδης Medium diacritics: χαλικώδης Low diacritics: χαλικώδης Capitals: ΧΑΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: chalikṓdēs Transliteration B: chalikōdēs Transliteration C: chalikodis Beta Code: xalikw/dhs

English (LSJ)

χαλικώδες, in small masses, Theophrastus De Lapidibus 65.

German (Pape)

[Seite 1328] ες, in kleinen Massen, bröckelig, Theophr., dem μέγας entgeggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς χάλιξ, ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ λίθος ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· μέγας δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ χαλικώδης Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.

Greek Monolingual

-ες / χαλικώδης, -ῶδες, ΝΑ χάλιξ, -ικος]
νεοελλ.
γεμάτος χαλίκια («χαλικώδης έκταση»)
αρχ.
όμοιος με χαλίκι στο σχήμα ή το μέγεθος.