βήσετο
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βήσετο: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de βαίνω.
English (Autenrieth)
see βαίνω.
Greek Monotonic
βήσετο: Επικ. αντί ἐβήσατο, Μέσ. αόρ. αʹ του βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βήσετο: и ἐβήσετο эп. aor. med. к βαίνω.