γαλεοειδής
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ές, (γαλεός 1) of the shark kind, οἱ γ. Arist.HA565a20:—more usually γᾰλεο-ώδης ib.505a5, al.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): -εώδης Arist.HA 505a5, Basil.Hex.7.2
ict. de la naturaleza de los escualos subst. τὰ γαλεοειδῆ los escualos Arist.HA l.c., 565a20, Basil.l.c.
German (Pape)
[Seite 471] ές. = γαλεώδης, Arist. H. A. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλεοειδής: -ές, (γαλεὸς) ἐκ τοῦ εἴδους τῶν καρχαριῶν, οἱ γαλεοειδεῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 11, 8· ἀλλ᾽ οἱ γαλεώδεις εἶναι συνηθέστερον, αὐτόθι 2. 13, 6., 2. 17, 4, κτλ.· τὰ γαλεώδη αὐτόθι 2. 13, 6, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
γαλεοειδής, -ές (Α)
όμοιος με γαλέο.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλεοειδής: Arst. = γαλεώδης.