γενετήρ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = γενέτης, Epic.Alex.Adesp.3.10, Arist.Mu.397a4, IG3.716, Coluth.373, Tryph.294: in plural, parents, IG7.2543, Nonn.D.4.61, al.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
creador, padre Arist.Mu.397a4, Epic.Alex.Adesp.3.10, IG 22.3669.18 (III d.C.), TAM 3.268.3 (Termeso III d.C.), Orác. en SEG 27.678.11 (Ostia II/III d.C.), de las estrellas ἀεὶ γενετῆρες ἁπάντων Orph.H.7.5, cf. Nonn.Par.Eu.Io.8.34, Colluth.373, Triph.294
•como epít. de θεός IKPolis 177.5 (crist.), Nonn.Par.Eu.Io.1.12
•plu. progenitores Ἁρμονίης γενετῆρες Nonn.D.4.61, cf. IG 7.2543.1 (Tebas III/IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 482] ῆρος, ὁ, Erzeuger, Arist. mund. 5 u. sp. D., wie Agath. 39 (VII, 602); plur., die Eltern, Mus. 125.
Greek (Liddell-Scott)
γενετήρ: ῆρος, ὁ, = γενέτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 380, 391· κατὰ πληθ., γονεῖς, αὐτόθι 1656.
Greek Monolingual
γενετήρ, ο (Α)
1. ο πατέρας
2. πληθ. γενετῆρες, οἱ
οι γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τήρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].
Russian (Dvoretsky)
γενετήρ: ῆρος ὁ Arst., Anth. = γενέτης II, 1.