γεώργημα

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώργημα Medium diacritics: γεώργημα Low diacritics: γεώργημα Capitals: ΓΕΩΡΓΗΜΑ
Transliteration A: geṓrgēma Transliteration B: geōrgēma Transliteration C: georgima Beta Code: gew/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, operations of husbandry, Pl.Lg.674c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. cultivos, trabajos de agricultura τακτὰ δὲ τά τ' ἄλλ' ἂν εἴη γεωργήματα y los restantes cultivos estarían reglamentados Pl.Lg.674c, τὰ τῶν ἀνθρώπων γεωργήματα Epiph.Const.Haer.52.1.2.

German (Pape)

[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.

Greek (Liddell-Scott)

γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.

Greek Monolingual

το (AM γεώργημα) γεωργώ
ο καλλιεργημένος αγρός
αρχ.-μσν.
1. ο καρπός της γης
2. πληθ. η συγκομιδή
αρχ.
πληθ. οι γεωργικές ασχολίες.

Russian (Dvoretsky)

γεώργημα: ατος τό обрабатываемая земля Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεώργημα -ατος, τό γεωργέω landbouwproduct; plur.. γεωργήματα landbouwproductie Plat. Lg. 674c.