γενεσιακός

From LSJ
Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενεσιακός Medium diacritics: γενεσιακός Low diacritics: γενεσιακός Capitals: ΓΕΝΕΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: genesiakós Transliteration B: genesiakos Transliteration C: genesiakos Beta Code: genesiako/s

English (LSJ)

γενεσιακή, γενεσιακόν, = γενεθλιακός, ἡμέρα Vett.Val.19.27.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
del nacimiento ἡμέρα Vett.Val.19.1, ὥρα Vett.Val.21.23, μοῖρα Vett.Val.28.15
subst. τὸ γ. cumpleaños, BGU 1843.12 (I a.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γενεσιακός, -ή, -όν) γένεσις
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία του κόσμου («γενεσιακές θεωρίες»)
2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση της ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας»)
αρχ.
ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο γενεθλιακός.