δεκαναΐα
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἡ, (ναῦς) squadron of ten ships, Plb.22.7.4, D.S.14.103, prob. in Str.7.7.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
flotilla de diez barcos, Hell.Oxy.11.99, Plb.5.110.9, 22.7.4, 24.6.1, D.S.14.103, Str.7.7.6.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, Geschwader von zehn Schiffen, Pol. 23, 7, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεκανᾱΐα: ἡ, (ναῦς) στόλος ἐκ δέκα πλοίων, Πολύβ. 23. 7, 4., 25. 7, 1, Διόδ. Σ. 14, 103, Στράβων 325.
Greek Monolingual
δεκαναΐα, η (Α)
μονάδα του στόλου από δέκα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ναυς, ναός / νηός «πλοίο»].
Russian (Dvoretsky)
δεκανᾱΐα: ἡ флотилия из десяти кораблей Polyb., Diod.