διέτμαγεν
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
διέτμᾰγον, v. διατμήγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.
Greek (Liddell-Scott)
διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.
English (Autenrieth)
see διατμήγω.
Greek Monotonic
διέτμᾰγεν: Επικ. αντί διετμάγησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του διατμήγω· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.