διαύγιον

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαύγιον Medium diacritics: διαύγιον Low diacritics: διαύγιον Capitals: ΔΙΑΥΓΙΟΝ
Transliteration A: diaúgion Transliteration B: diaugion Transliteration C: diaygion Beta Code: diau/gion

English (LSJ)

τό, vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.

Spanish (DGE)

-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.

German (Pape)

[Seite 609] τό, eine kleine Oeffnung (διαύγεια), Hero.

Greek (Liddell-Scott)

διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.

Greek Monolingual

διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).