δρακοντία

From LSJ
Revision as of 16:15, 2 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκοντία Medium diacritics: δρακοντία Low diacritics: δρακοντία Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΙΑ
Transliteration A: drakontía Transliteration B: drakontia Transliteration C: drakontia Beta Code: drakonti/a

English (LSJ)

δρακοντία μεγάλη, = δρακόντιον III, Ps.-Dsc.2.166; δρακοντία μικρά = ἄρον, ib.167.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): lat. tracontea Pelagon.84 (cód.), dragantea, Gloss.3.595
• Grafía: graf. -εία Gp.13.8.7
1 bot. dracontea o dracontía n. de varias especies de la familia Araceae, a las que se atribuyen propiedades medicinales o apotropaicas de las serpientes ἀβλαβῆ ἀπ' ἐχίδνης διαφυλάττει δρακοντίας χυλὸς συγχρισθεὶς ταῖς χερσίν Orib.Ec.123.1, τῷ χριομένῳ χυλῷ δρακοντείας βοτάνης ὄφιν μὴ προσιέναι Gp.l.c., cf. Eutecnius Th.Par.48.28, Ps.Apul.Herb.14.1
δ. μεγάλη dragontea mayor, Dracunculus vulgaris (L.) Schott, Ps.Dsc.2.166, Orib.11.δ.11, dracontea femina Ps.Dsc.Herb.Fem.44; δ. μικρά cierta especie que posee hojas comestibles, Ps.Dsc.2.167, Orib.11.δ.12, cf. δρακόντιον, δρακόντιος.
2 vet. enfermedad de los caballos caracterizada por la aparición virulenta de ampollas Hippiatr.130.121.

Greek Monolingual

η και δρακόντιο, το (Α δρακοντία, η)
βοτ. ονομασία του φυτού δρακούνκουλος ο κοινός, φιδόχορτο.