στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: δουλευτός | Medium diacritics: δουλευτός | Low diacritics: δουλευτός | Capitals: ΔΟΥΛΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: douleutós | Transliteration B: douleutos | Transliteration C: douleftos | Beta Code: douleuto/s |
δουλευτή, δουλευτόν, servile, Al.Le.23.7.
-ή, -όν servil ἔργον Al.Le.23.7.
-ή, -ό (Α δουλευτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος καλά
αρχ.
δουλικός.