δρυτόμος
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ον, wood-cutter, Il.11.86, Theoc.5.64, Philostr.Im.2.33, al.; cf. δρυοτόμος. [δρῡ- Q.S.9.163,453, 13.56.]
Spanish (DGE)
(δρῠτόμος) -ον
• Prosodia: [-ῡ- Q.S.9.163, 453, 13.56]
1 que tala árboles, que corta madera, leñador δ. περ ἀνὴρ ... οὔρεος ἐν βήσσῃσιν Il.11.86, cf. 16.633, Theoc.5.64.
2 subst. μήτι τοι δ. μέγ' ἀμείνων ἐὴ βίηφι por su maña es mucho mejor el leñador que por su fuerza, Il.23.315, cf. AP 7.191.2 (Arch.), 9.419.5 (Crin.), Aesop.22.1, Opp.H.5.250, Philostr.Her.26.2, Q.S.9.163, 13.56, Colluth.198, Nonn.D.2.104, 37.14, δρυτόμῳ ... μακρῆς ἐγγὺς ἐντυχὼν πεύκης habiendo encontrado un leñador junto a un gran pino Babr.92.3, cf. 38.1, 50.3, Ἑλλὸς ὁ δ. en la fundación del oráculo de Dodona, Philostr.Im.2.33, cf. tb. δουροτόμος, δρυοτόμος. • DMic.: du-ru-to-mo.
German (Pape)
[Seite 670] p. = δρυοτόμος, Holz fällend, substantivisch = der Holzfäller, vgl. δρῦς; Homer dreimal, Iliad. 11, 86. 16, 633. 23, 315; – sp. D., wie Opp. H. 5, 250; δρυτόμος Qu. Sm. 13, 56.
Greek (Liddell-Scott)
δρυτόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ δρυοτόμος, Ἰλ. Λ. 86· ἀλλὰ δρῡἐν ἄρσει, Κόϊντ Σμ. 9. 163., 13. 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δρυοτόμος.
English (Autenrieth)
(τέμνω): woodcutter, woodman; with ἀνήρ, Il. 11.86.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δρῠτόμος: ὁ (τέμνω), ξυλοκόπος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δρῠτόμος: ὁ Hom., Plut. = δρυοτόμος.