δρυφή
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (δρύπτω) tearing, and δρυφοί, οἱ, scrapings, Hsch.: —also δρύφη, = κλάσματα, Id. s.v. πύρνα, cf. Suid.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ arañazo, magulladura Hsch.
German (Pape)
[Seite 670] ἡ, das Zerkratzen, Abstreifen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δρυφή: [ῠ], ἡ, (δρύπτω) ἀμυχή, δρύφος, ὁ, «τζουγγράνισμα», Ἡσύχ.