θειόχροος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
θειόχροον, contr. θειόχρους, θειόχρουν, brimstone-coloured, Dsc.5.101.
German (Pape)
[Seite 1192] zsgzgn -χρους, schwefelfarbig, Diosc.; vgl. Lob. zu Phryn. 142.
Greek (Liddell-Scott)
θειόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ θείου, Διοσκ. 5. 118.