θερμοχύτης

From LSJ
Revision as of 13:29, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοχύτης Medium diacritics: θερμοχύτης Low diacritics: θερμοχύτης Capitals: ΘΕΡΜΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: thermochýtēs Transliteration B: thermochytēs Transliteration C: thermochytis Beta Code: qermoxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, vessel for hot drinks, AP9.587 tit.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, Gefäß, aus dem warme Getränke gegossen werden, Lemma Anth. IX, 587.

Russian (Dvoretsky)

θερμοχύτης: ου ὁ сосуд для горячих напитков Anth.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοχύτης: -ου, ὁ, ἀγγεῖον διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.).

Greek Monolingual

θερμοχύτης, ὁ (Α)
δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o)- + -χύτης (< χέω), πρβλ. επιχύτης, νεροχύτης.