θυρετρικός
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
θυρετρική, θυρετρικόν, belonging to a door-frame, πῆγμα BCH1.82 (Chios).
Greek (Liddell-Scott)
θυρετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θύρετρον, πῆγμα Ἐπιγρ. Χίου ἐν Bull. de corr. hell. I. σ. 82.
Greek Monolingual
θυρετρικός, -ή, -όν (Α) θύρετρον
αυτός που ανήκει σε θύρετρον.