καθυπερτερέω
From LSJ
English (LSJ)
Astrol., of planetary influences, prevail, Heph. Astr.1.16, Porph. in Ptol.188: c. gen., Ptol.Tetr.119: c. acc., overcome, Vett.Val.102.14, al.:—Pass., Ptol.Tetr.88 (but expld. by ἐπαναφερομένου PSI3.158.22): generally, c.gen., prevail over, ἐχθρῶν Vett. Val.11.8, cf.M.Ant.8.8, Man.6.687 (s.v.l.): abs., Herm. ap. Stob.1.42.7 (prob.).
Greek (Liddell-Scott)
καθυπερτερέω: ἐπὶ ἀστέρων, ἀνέρχομαι ὑψηλὰ, Πορφύρ.· εἶμαι ὑψηλότερα, τινὸς Μανέθων 6. 687· εἶμαι ὑπέρτερος, «ὅσον τὰ θεῖα τῶν ἀνθρωπίνων καθυπερτερεῖ κατὰ τὸ κρεῖττον» Ἀρέθας εἰς Ἀποκ. 1.
German (Pape)
übertreffen, Man. 6.687, von den Sternen, höher stehen.