κακοκαρπία
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
ἡ, bearing bad or imperfect fruit, Thphr. HP 1.4.1, al.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, Unfruchtbarkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοκαρπία: ἡ, κακὴ κατάστασις τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
κακοκαρπία, ἡ (AM) κακόκαρπος
1. κακή κατάσταση τών καρπών, παραγωγή κακών ή ατελών καρπών
2. (κατ' επέκτ.) ακαρπία.