καταμήνυσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, information, Him.Ecl.4.18; as law-term, Just.Nov.115.3.7.
German (Pape)
[Seite 1363] ἡ, Anzeige, Anklage, Sp., Himer.
Greek (Liddell-Scott)
καταμήνῡσις: -εως, ἡ, φανέρωσις, πληροφορία, κατηγορία, Ἱμέρ. 4, 18.