κνηστικός

From LSJ
Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηστικός Medium diacritics: κνηστικός Low diacritics: κνηστικός Capitals: ΚΝΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: knēstikós Transliteration B: knēstikos Transliteration C: knistikos Beta Code: knhstiko/s

English (LSJ)

κνηστική, κνηστικόν, irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.

German (Pape)

[Seite 1460] juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κνηστικός, -ή, -όν) κνηστός
αυτός που προκαλεί ερεθισμό.
επίρρ...
κνηστικῶς (Α)
με ερεθιστικό τρόπο.