κοιλίδιον
From LSJ
ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
English (LSJ)
τό, Dim.of κοιλία, Str.14.5.14, dub.in Hsch. s.v. κόλαβρον; written κυλίδιον, Sammelb.1941 (iv A.D.), PLond.3.1259.38 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1466] τό, dim. von κοιλία, Strab. XIV, 675; E. M. 534, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιλία, Στράβ. 675.
Greek Monolingual
κοιλίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον, χοιρίδιον)].