κοσμοπληθής
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ές, filling the world, κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὸν κόσμον, κατακλυσμὸς Δ΄ Μακκ. ιε΄, 31.
Greek Monolingual
κοσμοπληθής, -ές (Α)
αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῖ κατακλυσμῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμοπληθής, οινοπληθής].