κνάφαλλον
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
τό, v. κνέφαλλον.
Greek (Liddell-Scott)
κνάφαλλον: ᾰ, τό, ἴδε κνέφαλον.
Greek Monolingual
κνάφαλλον, τὸ (Α)
βλ. γνάφαλλον.
Greek Monotonic
κνάφαλλον: [ᾰ], τό, βλ. κνέφαλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνάφαλλον -ου, τό, Aeol. γνόφαλλον [κνάφος] vlokje wol; uitbr. kussen:. μόλθακον... γνόφαλλον zacht kussen Alc. 338.8.