κροκοδιλοβοσκός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ὁ, feeder of sacred crocodiles, BGU734 ii 7 (iii A. D., abbrev.).
Greek Monolingual
κροκοδιλοβοσκός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ιερούς κροκοδείλους.