λαλαγή
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, prattle, Opp.H.1.135.
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Geschrei, Opp. Hal. 1, 125, von einem Fische, φθέγγεται ἰκμαλέην λαλαγήν; Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
murmure, bruit léger.
Étymologie: DELG λαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλᾰγή: ἡ, τὸ λαλαγεῖν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 135.
Greek Monolingual
λαλαγή, ἡ (Α) λαλαγώ
1. φλυαρία
2. κραυγή, τερέτισμα πτηνού ή τζίτζικα.