λευκοσώματος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
λευκοσώματον, of white substance, ἄρτοι Antiph.176.3.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißem Körper, weiß, ἄρτος, Antiphan. bei Ath. III, 112 d.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοσώμᾰτος: -ον, ἐκ λευκῆς οὐσίας συγκείμενος, ἄρτοι Ἀντιφ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
Greek Monolingual
λευκοσώματος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από λευκή ουσία.