λιστρωτός
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Full diacritics: λιστρωτός | Medium diacritics: λιστρωτός | Low diacritics: λιστρωτός | Capitals: ΛΙΣΤΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: listrōtós | Transliteration B: listrōtos | Transliteration C: listrotos | Beta Code: listrwto/s |
ή, όν, levelled, ἅλω δρόμος Nic.Th.29.
λιστρωτός, -ή, -όν (Α) λίστρον
ομαλός, ισοπεδωμένος («λιστρωτὸς ἅλω δρόμος», Νίκ.).