λευκόχροια
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
ἡ, whiteness, white colour, Placit.3.1.1.
German (Pape)
[Seite 35] ἡ, die weiße Farbe, Plut. plac. phil. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχροια: ἡ, τὸ λευκὸν χρῶμα, Πλούτ. 2. 892E.
Greek Monolingual
η (Α λευκόχροια) λευκόχρους
λευκότητα, ασπρίλα
νεοελλ.
λευκοδερμία.
Russian (Dvoretsky)
λευκόχροια: ἡ белый цвет, белизна Plut.