λυγοτευχής
From LSJ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
ές, made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé avec de l'osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.
Greek Monolingual
λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεοτευχής, τοξοτευχής].
Greek Monotonic
λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).
Middle Liddell
λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.