λογοϊατρεία
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ, healing only in words, v. λογίατρος.
Greek (Liddell-Scott)
λογοϊατρεία: ἡ, θεραπεία μόνον ἐν λόγοις, πρβλ. λογίατρος.
Greek Monolingual
λογοϊατρεία, ἡ (Α)
βλ. λογιατρεία.
German (Pape)
ἡ, das Heilen mit Worten, mit der Rede, Philo.