μαστιάω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
= μαστίζω, only in Ep. part. μαστιόων, Hes.Sc.431.
Russian (Dvoretsky)
μαστιάω: (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστιάω: μαστίζω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.
Greek Monotonic
μαστιάω: = μαστίζω, μόνο στην Επικ. μτχ. μαστιόων, σε Ησίοδ.