μεγαλοφεγγής
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ές, gloss on ζαφλεγέες, Id.
German (Pape)
[Seite 108] ές, Erkl. von ζαφλεγέες, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλοφεγγής: -ές, ὁ μεγάλως φέγγων, Ἡσύχ., ἐν λέξ. ζαφλεγέες.
Greek Monolingual
μεγαλοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. νυκτοφεγγής].